Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εν
466 εγγραφές [441 - 450]
εντυπωσιασμός ο [endiposiazmós] Ο17 : το να εντυπωσιάζεται κάποιος, η πρόκληση έντονων εντυπώσεων: Yπερέβαλε για λόγους εντυπωσιασμού. Ο ~ της κοινής γνώμης.

[λόγ. εντυπωσιασ- (εντυπωσιάζω) -μός]

εντωμεταξύ [endometaksí] επίρρ. χρον. : με αναφορά στο χρόνο που μεσολαβεί, όσο να εκτελεστεί η προηγούμενη πράξη· στο μεταξύ: Θα επιστρέψω πολύ σύντομα· ~ ετοιμάσου.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν τῷ μεταξύ (ενν. χρόνῳ)]

ενυδατώνω [eniδatóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ ενυδάτωση. ANT αφυδατώνω: Ενυδατώνουμε το δέρμα με τη χρήση καλλυντικών.

[λόγ. εν- ελνστ. ὑδατ(ῶ) `είμαι υγρός΄ -ώνω μτφρδ. γαλλ. hydrater]

ενυδάτωση η [eniδátosi] Ο33 : ANT αφυδάτωση. α. (φυσιολ.) η αποκατάσταση της κανονικής ποσότητας νερού ή υγρασίας: ~ του δέρματος / του προσώπου. β. (χημ.) η προσθήκη των στοιχείων του νερού σε χημική ένωση και ο σχηματισμός νέας χημικής ένωσης: ~ μιας χημικής ενώσεως.

[λόγ. ενυδατω- (δες ενυδατώνω) -σις > -ση]

ενυδρείο το [eniδrío] Ο39 : οποιουδήποτε μεγέθους δεξαμενή στην οποία φιλοξενούνται υδρόβια ζώα (ψάρια κτλ.) για επίδειξη ή για επιστημονική παρατήρηση.

[λόγ. ένυδρ(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. aquarium (στη νέα σημ.) < λατ. aqua rium `δεξαμενή΄]

ενυδρίδα η [eniδríδa] Ο26 : (ζωολ.) υδρόβιο θηλαστικό που έχει τις ίδιες αναλογίες με τη νυφίτσα και καφετιά ανθεκτική γούνα υψηλής ποιότητας.

[λόγ. < αρχ. ἐνυδρίς, αιτ. -ίδα]

ένυδρος -η -ο [éniδros] Ε5 : (χημ.) για χημική ένωση που περιέχει στη σύνθεσή της νερό: Ένυδρο θειικό νάτριο. ~ θειικός χαλκός.

[λόγ. < αρχ. ἔνυδρος `που περιέχει νερό΄]

ενύπαρξη η [eníparksi] Ο33 : (λόγ.) η ιδιότητα του ενυπάρχω, η ύπαρξη ενός πράγματος μέσα σε άλλο, συνήθ. μτφ.

[λόγ. < μσν. ενύπαρξις < ενυπαρκ- (ενυπάρχω) -σις > -ση]

ενυπάρχω [enipárxo] Ρ (βλ. υπάρχω) : (λόγ.) για κτ. (δύναμη, ιδέα, έννοια κτλ.) που υπάρχει στο εσωτερικό ενός άλλου, συνήθ. μτφ· (πρβ. εμπεριέχομαι, περιέχομαι): Στην ποίησή του ενυπάρχει μια ειρωνεία.

[λόγ. < αρχ. ἐνυπάρχω]

ενύπνιος -α -ο [enípnios] Ε6 : (λόγ.) που συμβαίνει κατά τον ύπνο. || (ως ουσ.) το ενύπνιο, το όνειρο.

[λόγ. < αρχ. ἐνύπνιος, ἐνύπνιον τό]

< Προηγούμενο   1... 43 44 [45] 46 47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες