Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντροπία η [endropía] Ο25 : 1.(φυσ.) η λειτουργία που καθορίζει την αταξία (κατάσταση έλλειψης τάξης) ενός συστήματος η οποία αυξάνεται, όταν αυτό εξελίσσεται προς άλλη κατάσταση αυξημένης αταξίας. 2. (στη θεωρία των πληροφοριών) ο αριθμός που εκφράζει το βαθμό ανταγωνισμού των δυνατών απαντήσεων σε ένα και το αυτό ερέθισμα.
[λόγ. < διεθ. en- = εν- -tropy < αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ία (διαφ. το αρχ. ἐντροπία = ἐντροπή (δες εντροπαλός))]
- εντροπιάζω [endropxázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) ντροπιάζω.
[λόγ. < μσν. εντροπιάζω < εντροπ(ή) -ιάζω]