Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενσωματώνω [ensomatóno] -ομαι Ρ1 : α.τοποθετώ, εντάσσω κτ. μέσα σε άλλο έτσι, ώστε να αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σώμα ή σύνολο, να γίνεται μέρος του ή τμήμα του: Tο υλικό αυτό σκόπευε να το ενσωματώσει σε μια μελλοντική έκδοση του βιβλίου. || H συσκευή διαθέτει δικό της ενσωματωμένο καλώδιο. Φωτογραφική μηχανή με ενσωματωμένο φωτόμετρο. β. (συνήθ. παθ.) εντάσσομαι σε κτ., απορροφώμαι από κτ. έτσι, ώστε να μεταβάλλω χαρακτήρα και να υποτάσσομαι σε αυτό ή να εναρμονίζομαι με αυτό: Tο εργατικό κίνημα έχει πλήρως ενσωματωθεί στο / με το σύστημα.
[λόγ. < ελνστ. ἐνσωματ(ῶ) -ώνω `ενσαρκώνω΄ σημδ. γαλλ. incorporer]