Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενεργοποίηση η [enerγopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενεργοποιώ. 1. το να τίθεται κτ. ή κάποιος σε κίνηση, σε λειτουργία ή σε δράση: ~ ενός μηχανισμού. ~ του συναγερμού. 2. δραστηριοποίηση, κινητοποίηση για δράση, για επίτευξη σκοπού, αποτελέσματος κτλ.: ~ των δυνάμεων / του ανθρώπινου δυναμικού.
[λόγ. ενεργοποιη- (ενεργοποιώ) -σις > -ση]