Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ενδυναμώνω [enδinamóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) α. δυναμώνω, ενισχύω κτ. β. (μτφ.) ενισχύω κπ. ψυχικά, τον ενθαρρύνω.
[λόγ. < ελνστ. ἐνδυναμ(ῶ) -ώνω]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < ελνστ. ἐνδυναμ(ῶ) -ώνω]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |