Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδοκρινολογία η [enδokrinolojía] Ο25 : ειδικός κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο τη λειτουργία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων.
[λόγ. < γαλλ. endocrinologie < endocrin(e) = ενδοκριν(ής) -ο- + -logie = -λογία]