Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδιαφέρων -ουσα -ον [enδiaféron] Ε12 : (λόγ.) (για πρόσ. ή πργ.) που προκαλεί, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον, την προσοχή κάποιου: Ενδιαφέρουσα συζήτηση / άποψη / πρόταση / περίπτωση. Ενδιαφέρον ζήτημα. || (ως ουσ.) η ενδιαφέρουσα, η κατάσταση γυναίκας εγκύου: Είναι σε ενδιαφέρουσα, είναι έγκυος. || (ως ουσ.) το ενδιαφέρον*.
[λόγ. μεε. του ρ. ενδιαφέρω]