Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενδημικός -ή -ό [enδimikós] Ε1 : α.(ιατρ.) για λοιμώδη νόσο που εμφανίζεται σε ορισμένο τόπο τακτικά ή συνεχώς και προσβάλλει περιορισμένο αριθμό ατόμων: Ενδημικό νόσημα. Ενδημική μορφή νόσου. H νόσος εμφανίζεται ως ενδημική στις χώρες της Aσίας, προσβάλλει όμως και άλλες χώρες με τη μορφή επιδημίας. || (μτφ.): Ενδημικά κοινωνικά φαινόμενα. β. (βοτ., ζωολ.) που αναπτύσσεται σε μια ορισμένη περιοχή, που έχει περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση: Ενδημικά φυτά / είδη.
[λόγ. < γαλλ. endémique < endém(ie) = ενδημ(ία) -ique = -ικός]