Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμφύτευμα το [emfítevma] Ο49 : (λόγ.) ό,τι τοποθετείται, προσαρμόζεται κάπου με εμφύτευση, ό,τι εμφυτεύεται.
[λόγ. εμφυτεύ(ω) -μα (διαφ. το ελνστ. ἐμφύτευμα `κληρονομική εκμίσθωση για καλλιέργεια΄)]