Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμπορευματοκιβώτιο το [emborevmatokivótio] Ο40 : μεγάλων διαστάσεων μεταλλικό κιβώτιο, για την ασφαλέστερη μεταφορά και την ευκολότερη φόρτωση και μεταφόρτωση μεγάλης ποσότητας εμπορευμάτων (ή άλλων αντικειμένων)· κοντέινερ.
[λόγ. εμπορευματ- (εμπόρευμα) -ο- + κιβώτιον]