Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμπειρογνώμονας ο [embiroγnómonas] Ο5 : το πρόσωπο που, επειδή έχει ειδική γνώση και πείρα, μπορεί και καλείται να εκφέρει γνώμη πάνω σε ένα πρακτικό ζήτημα ή πρόβλημα· (πρβ. πραγματογνώμονας): Έκθε ση / επιτροπή εμπειρογνωμόνων.
[λόγ. εμπειρογνώ μ(ων) -ονας]