Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμπειρία η [embiría] Ο25 : 1.η γνώση που προέρχεται από την πρακτική ενασχόληση με κτ., από την άσκηση έργου ή από την αντιμετώπιση καταστάσεων και προβλημάτων, σε αντιδιαστολή προς τη γνώση από θεωρητική σπουδή, από μελέτη: Οι εμπειρίες της ζωής. 2. (φιλοσ.) η γνώση που στηρίζεται στην άμεση αντίληψη των πραγμάτων, την οποία προσφέρουν οι αισθήσεις μας, σε αντιδιαστολή προς τη γνώση που στηρίζεται στη νόηση, στο διαλογισμό.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐμπειρία· 2: κατά τη σημ. της λ. εμπειρισμός]
- εμπειριαρχία η [embiriarxía] Ο25 : (φιλοσ.) εμπειρισμός.
[λόγ. εμπειρί(α) + -αρχία απόδ. γαλλ. empirisme (δες εμπειρισμός)]