Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εμπάργκο
1 εγγραφή
εμπάργκο το [embárgo] Ο (άκλ.) : α.η απαγόρευση του απόπλου την οποία διατάζει μια κυβέρνηση σε βάρος πλοίων ξένης χώρας, που βρίσκονται στη δική της επικράτεια· (πρβ. αποκλεισμός): Tο 1803 η Aγγλία επέβαλε ~ σε όλα τα γαλλικά πλοία που βρίσκονταν στα λιμάνια της. β. η απαγόρευση της διακίνησης προϊόντων από και προς ορισμένη ξένη χώρα: Γενικό ~. ~ όπλων / πετρελαίου / καυσίμων. Άρση / εφαρμογή / παραβίαση του ~. Επιβάλλω / εφαρμόζω ~.

[λόγ. < αγγλ. embargo από τα ισπαν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες