Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελονοσία
2 εγγραφές [1 - 2]
ελονοσία η [elonosía] Ο25 : λοιμώδης ενδημική νόσος που οφείλεται στην παρουσία στα ερυθρά αιμοσφαίρια ορισμένων παρασίτων (πλασμώδια της ελονοσίας), μεταδίδεται στον άνθρωπο από τον ανωφελή κώνωπα και χαρακτηρίζεται από πυρετικούς παροξυσμούς· (πρβ. θέρμες, μαλάρια).

[λόγ. ελο- + νόσ(ος) -ία απόδ. γαλλ. paludisme]

ελονοσιακός -ή -ό [elonosiakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ελονοσία: Ελονοσιακή προσβολή / μόλυνση.

[λόγ. ελονοσί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες