Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελληνικούρα η [elinikúra] Ο25α : (περιπαικτικά) εξεζητημένη λόγια λέξη ή έκφραση: Οι ελληνικούρες του προκαλούσαν τα ειρωνικά μειδιάματα του ακροατηρίου.
[λόγ. ελληνικ(ός)2 -ούρα]