Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαία η [eléa] Ο25 : (λόγ.) η ελιά (το δέντρο και ο καρπός). ΦΡ κλάδος ελαίας, διάθεση ή πρόταση για ειρήνευση: Φέρω / προσφέρω / κομίζω κλάδο ελαίας.
[λόγ. < αρχ. ἐλαία]