Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκχιονιστικός -ή -ό [ekxionistikós] Ε1 : που τον χρησιμοποιούν για τον καθαρισμό των δρόμων από το χιόνι: Εκχιονιστικό μηχάνημα / όχημα.
[λόγ. εκ- χιον- (χιών δες στο χιόνι) -ιστικός]