Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκφορητικός -ή -ό
1 εγγραφή
εκφορητικός -ή -ό [ekforitikós] Ε1 : (ιατρ.) για αγωγούς κτλ. μέσα από τους οποίους κτ. περνά και διοχετεύεται προς τα έξω: Εκφορητικοί πόροι, μέσα από τους οποίους διοχετεύονται προς τα έξω τα εκκρίματα των αδένων ή τα προϊόντα του ουροποιητικού συστήματος.

[λόγ. < αρχ. ἐκφορη- (ἐκφορῶ) `μεταφέρω έξω΄ -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες