Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εκτόπιση η [ektópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτοπίζω· εκτοπισμός. 1. απομάκρυνση, μετατόπιση από ορισμένο χώρο ή θέση. 2. (ειδ., νομ.) μέτρο περιοριστικό της προσωπικής ελευθερίας, το οποίο συνίσταται στην αναγκαστική αλλαγή του τόπου διαμονής εντός των ορίων της χώρας: Διέταξε τη σύλληψη και την ~ των πολιτικών του αντιπάλων· (πρβ. εξορία).
[λόγ. < ελνστ. ἐκτόπι(σις) -ση]