Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτελεστικός
1 εγγραφή
εκτελεστικός -ή -ό [ektelestikós] Ε1 : 1.που εκτελεί εντολές, αποφάσεις κτλ. άλλου: Aπλό / άβουλο εκτελεστικό όργανο. H διάκριση των εξουσιών σε βουλευτική, εκτελεστική και δικαστική. Tα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας. || (ιστ., ως ουσ.) το εκτελεστικό, ονομασία των ελληνικών κυβερνήσεων κατά την περίοδο της ελληνικής επανάστασης του 1821· νομοτελεστικό. || Εκτελεστικό γραφείο και ως ουσ. το εκτελεστικό, όργανο κομμάτων (παλαιότερα της αριστεράς) υπεύθυνο για την εφαρμογή των αποφάσεων που παίρνει άλλο όργανο: Tη Δευτέρα, στη συνεδρίαση του Εκτελεστικού γραφείου, αναμένεται να αποφασιστεί η πολιτική του κόμματος σε σχέση με τις επικείμενες ευρωεκλογές. 2. που αναφέρεται στην εκτέλεση2: Εκτελεστικό απόσπασμα, στο οποίο ανατίθεται να εκτελέσει θανατική καταδίκη.

[λόγ. εκτελεσ- (εκτελώ) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες