Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκτέλεση η [ektélesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτελώ. 1α. εφαρμογή, πραγματοποίηση, επιτέλεση ενός έργου σύμφωνα με οδηγίες ή με ορισμένο πρόγραμμα: H ~ μιας εντολής / ενός σχεδίου / ενός προγράμματος. β. εκπλήρωση: ~ καθήκοντος. 2. θανάτωση (καταδικασμένου): H ~ του θανατοποινίτη αναβλήθηκε ύστερα από τις έντονες διαμαρτυρίες μερίδας του τύπου. Ομαδικές εκτελέσεις αθώων πολιτών. || (επέκτ.) δολοφονία: H ~ των ομήρων από τους τρομοκράτες. 3. απόδοση τραγουδιού ή μουσικής σύνθεσης: Πρώτη / δεύτερη ~. Kαλή / κακή ~. 4. (νομ.) δικαστική πράξη που έχει ως σκοπό την εφαρμογή δικαστικής απόφασης: Aναγκαστική ~, διαδικασία σύμφωνα με την οποία ικανοποιείται με εξαναγκαστικά μέσα η αξίωση του δανειστή εναντίον του οφειλέτη. Διοικητική ~, η εξουσία ορισμένων διοικητικών οργάνων να επιβάλλουν την εφαρμογή των επιταγών της διοίκησης χωρίς την ανάγκη προσφυγής στα δικαστήρια.
[λόγ. εκτελε- (εκτελώ) -σις > -ση]