Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπροσωπώ
1 εγγραφή
εκπροσωπώ [ekprosopó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.παρευρίσκομαι κάπου και ενεργώ εξ ονόματος και για λογαριασμό ενός προσώπου (φυσικού ή νομικού)· παρίσταμαι ως εκπρόσωπος κάποιου· (πρβ. αντιπροσωπεύω): Ο πρόεδρος εκπροσωπεί το διοικητικό συμβούλιο. Εκπροσώπησε τη χώρα του σε διεθνείς διασκέψεις / οργανισμούς. || (παθ.) Εκπροσωπούμαι από κπ., με εκπροσωπεί κάποιος άλλος. 2. είμαι εκφραστής ορισμένης αντίληψης, ιδεολογίας, τάσης κτλ.: Aυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις. || Οι εκσυγχρονιστικές τάσεις εκπροσωπούνται από βουλευτές όλων των κομμάτων. Στο νέο διοικητικό συμβούλιο / στην κεντρική επιτροπή του κόμματος εκπροσωπούνται όλες οι απόψεις. 3. είμαι εκφραστής μιας πηγής εξουσίας και έχω την αρμοδιότητα να την εφαρμόζω: ~ το νόμο.

[λόγ.: 1: μσν. εκπροσωπώ < εκ- πρόσωπ(ον) -ώ· 2, 3: σημδ. γαλλ. représenter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες