Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκπαιδεύω [ekpeδévo] -ομαι Ρ5.1 : α.διδάσκω και ασκώ κπ. για να γίνει ικανός να εκτελεί ένα έργο, να ασκεί μια τέχνη, ένα επάγγελμα κτλ.: ~ κπ. στην εφαρμογή μιας μεθόδου / μιας τεχνικής / στη χρήση μιας μηχανής. || Όλοι οι υπάλληλοι θα εκπαιδευτούν στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εκπαιδευμένο προσωπικό. Εκπαιδευμένοι στρατιώτες. β. (για ζώα) εκγυμνάζω: ~ ένα σκύλο στο κυνήγι. Εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα.
[λόγ. < αρχ. ἐκπαιδεύω]