Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκπέμπω [ekpémbo] -ομαι Ρ αόρ. εξέπεμψα, απαρέμφ. εκπέμψει, παθ. αόρ. εκπέμφθηκα, απαρέμφ. εκπεμφθεί : α.παράγω και αφήνω να διασκορπιστεί ακτινοβολία: Ο ήλιος εκπέμπει θερμότητα. || (ειδ.) στέλνω ηχητικά ή οπτικά μηνύματα μέσο ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων: Ο σταθμός εκπέμπει στα βραχέα. ~ σήμα κινδύνου. β. (μτφ., για άνθρ.) αναδίδω, βγάζω προς τα έξω: ~ ακτινοβολία. Xωρίς να είναι προκλητική, εκπέμπει μια έντονη σεξουαλικότητα.
[λόγ. < αρχ. ἐκπέμπω `στέλνω προς τα έξω΄ σημδ. γαλλ. émettre]