Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκκολαπτήριο το [ekolaptírio] Ο40 : α. (λόγ.) χώρος για την εκκόλαψη νεοσσών. || εκκολαπτική μηχανή. β. (μτφ.) το ανθρώπινο περιβάλλον στο οποίο γεννιέται, αναπτύσσεται και καλλιεργείται κτ. (ιδέες, άνθρωποι κτλ.): ~ νεοφασιστικών ιδεών. ~ κλεφτών. ~ νέων ιδεών. H εφημερίδα υπήρξε ~ πολλών νεότερων και ικανών δημοσιογράφων· (πρβ. φυτώριο).
[λόγ. εκκολάπ(τω) -τήριον]