Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκεχειρία η [eke
iría] Ο25 : α. προσωρινή διακοπή, κατάπαυση εχθροπραξιών, ύστερα από κοινή συμφωνία μεταξύ των εμπολέμων για ορισμένο σκοπό· ανακωχή: Παραβιάζω την ~. Έκαναν ~ για να θάψουν τους νεκρούς. Zητώ / προτείνω / υπογράφω ~. Ύστερα από ~ δύο ημερών οι συγκρούσεις επαναλήφθηκαν σφοδρότερες. β. προσωρινή διακοπή πολιτικής ή άλλης διαμάχης: Πολιτική ~. [λόγ. < αρχ. ἐκεχειρία]