Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκδορά η [ekδorá] Ο24 : 1. (για σφάγιο) η αφαίρεση του δέρματος· γδάρσιμο, ξέγδαρμα. 2. (ιατρ.) επιπόλαιος τραυματισμός της επιδερμίδας, που επουλώνεται γρήγορα χωρίς να αφήνει ουλή· γρατζουνιά, αμυχή, γδάρσιμο.
[λόγ. < ελνστ. ἐκδορά `αφαίρεση της εξωτερικής επιφάνειας΄ (αρχ. ρ. ἐκδέρω δες γδέρνω)]