Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
540 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκ [ek] & εξ [eks], όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν· πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εκ-)· συντάσσεται με γενική συνήθ. σε εκφράσεις ή ΦΡ και δηλώνει τό πο, προέλευση, καταγωγή, τρόπο, χρόνο, αιτία, μέρος ενός συνόλου κτλ.: ~ δεξιών / εξ αριστερών. ~ Λαρίσης. ~ των ένδον*. ~ βάθρων*. ~ θεμελίων*. ~ των ενόντων*. ~ των ων ουκ άνευ*. ~ του μη όντος*. ~ πρώτης όψεως*. (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ ακοής* / όψεως*. εξ ονόματος* κάποιου. ~ βάθους ψυχής* / καρδίας*. ~ των πραγμάτων*. ~ μέρους* κάποιου. ~ Θεού*. ~ γενετής*. εξ αντικειμένου*. εξ υπαρχής*. εξ υποκειμένου*. εξ ανάγκης*. εξ επαγγέλματος*. εξ επαφής*. εξ αποστάσεως*. εξ ολοκλήρου*. εξ απαλών* ονύχων. (κρίνω) εξ όνυχος τον λέοντα*. (νομ.) εξ αδιαιρέτου*. εξ αμελείας*. εξ ημισείας*.
[λόγ. < αρχ. ἐξ, πριν από σύμφ. ἐκ]
- εκ- [ek] & [eg], κάποτε πριν από [v, γ, δ, z] & εξ- [eks], πριν από φωνήεν & έκ- [ék] ή [ég] ή έξ- [éks], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η πρόθεση εκ ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων· συνήθ. δηλώνει: I1α. αφαίρεση· (πρβ. απο-): εκκοκίζω· εκκοκιστήριο, εκχύμωση, εκχωμάτωση, εξαερισμός· εκκοκιστικός. β. απομάκρυνση από αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: εκθρονίζω, εκπατρίζομαι, εκτοπίζω· εκθρόνιση, εκπατρισμός, εκτόπιση. γ. κίνηση, φορά προς τα έξω: εκπαραθυρώνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω· εκπαραθύρωση, εκτίναξη, εκτόξευση, εκσφενδόνιση· συχνά σε αντίθεση με το εισ-: εκβάλ λω, εκπνέω, εκρέω, εξέρχομαι· εκβολή, εκπνοή, εκροή, έξοδος. 2. με τη σημασία: α. έξω, προς τα έξω: έξωμος· (ιατρ.) εξόφθαλμος, εξοφθαλμία. β. έξω από τα όρια που θέτει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκπρόθεσμος. ANT εμπρόθεσμος. 3. (σε ρήματα) προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το υποκείμενο: εκμαιεύω, εκπλειστηριάζω, εκτελωνίζω, εκφοβίζω, εξαναγκάζω· εκτελωνισμός, εκφοβισμός, εξαναγκασμός· εκβιαστικός. 4. (σε ρήματα) δηλώνει τη μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκλαϊκεύω, εκχυδαΐζω, εξατμίζω, εξαϋλώνω, εξαχνώνω· εκλαΐκευση, εκχυδαϊσμός, εξάτμιση, εξαΰ λωση, εξάχνωση. || εντατική εφαρμογή ή επιβολή των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκβιομηχανίζω, εκγαλλίζω, εκπολιτίζω, εξαγγλίζω, εξευρωπαΐζω, εξισλαμίζω· εκβιομηχάνιση, εκγαλλισμός, εξευρωπαϊσμός, εξηλεκτρισμός, εκπολιτιστικός. 5. λειτουργεί: α. ως επιτατικό: έκδηλος, έκθαμβος, εκκωφαντικός, έκπληκτος, εκτυφλωτικός, εξεζητημένος· εκζήτηση, εκθήλυνση, εκμάθηση, εκλέπτυνση· εκγυμνάζω. β. ως στερητικό αίροντας τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: έκρυθμος, έκτακτος· εκτονώνω· εκτόνωση. II. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: εκλέγω, εξοχή.
[λόγ. < αρχ. ἐξ- (ἐκ- πριν από σύμφ.) < πρόθ. ἐξ (ἐκ) `από, μέσα από΄ ως α' συνθ., παραγωγικό ρημάτων: αρχ. ἐκ-καλύπτω `ξεσκεπάζω΄, ἐξ-απατῶ `απατώ τελείως΄, ἐξ-ανδραποδίζω, ἐκ-βαρβαρῶ καθώς και μεταρ. ουσ.: ελνστ. ἐξ-ανδραποδισμός, ἐκ-βαρβάρωσις & διεθ. ec- < αρχ. ἐκ-: εκ-κρινολογία < γαλλ. eccrinologie & σε μτφρδ.: εκ-θρονίζω < γαλλ. détrἄner· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]
- εκάς [ekás] επίρρ. : μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ οι βέβηλοι, να φύγουν οι αμύητοι, οι ασεβείς.
[λόγ. < αρχ. ἑκάς `μακριά, μακριά από΄]
- έκαστος -η -ο [ékastos] αντων. επιμεριστική (βλ. Ε5) θηλ. και εκάστη, γεν. αρσ. και ουδ. και εκάστου (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) καθένας· κάθε: ~ με τη σειρά του. Έκαστο Σάββατο, κάθε Σάββατο. Tην πρώτη Kυριακή εκάστου μηνός. (έκφρ.) καθ΄ εκάστην, καθημερινά. || (απαρχ. έκφρ.) ~ εφ΄ ω ετάχθη, ο καθένας στο καθήκον του.
[λόγ. < αρχ. ἕκαστος]
- εκάστοτε [ekástote] επίρρ. : (λόγ.) (με το οριστικό άρθρο ως επιθετικός προσδιορισμός ουσιαστικού) που είναι, υπάρχει, υφίσταται κτλ. κάθε φορά: Ο ~ πρόεδρος. Προσαρμόζεται στις ~ συνθήκες.
[λόγ. < αρχ. ἑκάστοτε]
- εκάτερον [ekáteron] : στην απαρχ. ΦΡ έτερον* ~.
[λόγ. < αρχ. ουδ. ἑκάτερον του ἑκάτερος `ο καθένας από τους δύο΄]
- εκατέρωθεν [ekatéroθen] επίρρ. : (λόγ.) και από τη μία και από την άλλη πλευρά: Εμφανίστηκε έχοντας εκατέρωθέν του δύο ένοπλους φρουρούς, αριστερά και δεξιά. || (ως επίθ.) που χαρακτηρίζει και τις δύο πλευρές: H ~ αδιαλλαξία.
[λόγ. < αρχ. ἑκατέρωθεν]
- εκατό [ekató] & (μόνο για τα αριθμητικά με δύο ή περισσότερες λέξεις από το 101-199) εκατόν [ekatón] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από εκατό (100) μονάδες: ~ χρόνια / δραχμές / μέτρα / γράμματα. Εκατόν δέκα / εκατόν ένα / εκατόν μία. ΦΡ λίρα* ~. || (αντί του τακτικού εκατοστός): Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~, στην εκατοστή σελίδα. β. ως στρογγυλός αριθμός για να δηλωθεί, με υπερβολή, μεγάλος αριθμός, συνήθ. σε λόγο που εκφράζει κάποια αγανάκτηση, δυσφορία κτλ.: Σ΄ το είπα ~ φορές, πάρα πολλές. Περίμενα ~ ώρες, αλλά κανείς δε φάνηκε. 2. (ως ουσ.) το εκατό: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Mετατρέπουμε το δεκαδικό αριθμό σε ακέραιο πολλαπλασιάζοντάς τον με το δέκα ή με το ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εκατό: Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο εκατό. γ. για δήλωση ποσοστού ή τόκου: Πέντε τα ~ / πέντε στα ~ / πέντε τοις ~ (συνηθέστερη η αριθμητική γραφή 5%). || (έκφρ.) ~ τα ~ / ~ τοις ~, για δήλωση απόλυτης βεβαιότητας: Είναι ~ τα ~ βέβαιο ότι έτσι έγινε, απόλυτα. Δεν έχω ακόμα πειστεί ~ τοις ~, απόλυτα, εντελώς. Θα βρίσκομαι εκεί ~ τοις ~, οπωσδήποτε. χίλια τοις / τα ~, για έκφραση βεβαιότητας, σιγουριάς. δ. η αστυνομική υπηρεσία άμεσης επέμβασης, επειδή έχει αριθμό τηλεφωνικής κλίσης το 100: Ειδοποίησαν / φώναξαν το ~. ε. (παρωχ.) για τουαλέτα δημόσιας χρήσης, επειδή στην πόρτα της αναγράφονταν συνήθ. δύο ή τρία μηδενικά. στ. σε χρονολογία: Tο ~ π.X. / μ.X. ζ. στα ~ / τα ~, για ηλικία εκατό (περίπου) χρόνων: Είναι / μπήκε στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.
[μσν. εκατό < αρχ. ἑκατόν (2γ: λόγ. μτφρδ. γαλλ. pour cent & αγγλ. per cent)· αρχ. ἑκατόν]
- εκατο- [ekato] & εκατό- [ekató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το αριθμητικό εκατό ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. εκατοντα-)· δηλώνει ότι υπάρχουν εκατό από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εκατόλιτρο, εκατόφυλλο. || εκατόχρονος, κυρίως ως ευχή. || για να προσδώσει σε ένα αντικείμενο, ρούχο κτλ. το χαρακτηριστικό της - κυρίως μη επιθυμητής- παλαιότητας: ~χρονίτικος.
[αρχ. ἑκατο- θ. του αριθμτ. ἑκατό(ν) ως α' συνθ.: αρχ. ἑκατο-κέφαλος, ἑκατόγ-χειρος]
- εκατόλιτρο το [ekatólitro] Ο41 : μονάδα όγκου και χωρητικότητας ίση με εκατό λίτρα.
[λόγ. < γαλλ. hectolitre < hecto- < αρχ. ἑκατό(ν) (σφαλερά) + litre = λίτρο]