Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εισπράκτορας ο [ispráktoras] Ο5 θηλ. εισπράκτορας [ispráktoras] & (προφ.) εισπρακτόρισσα [ispraktorisa] Ο27 & (προφ.) εισπρακτορίνα [ispraktorína] Ο26 : α. ο υπάλληλος που εισπράττει από τους επιβάτες λεωφορείου ή άλλου μέσου συγκοινωνίας το αντίτιμο του εισιτηρίου: Aπεργία οδηγών και εισπρακτόρων αστικών λεωφορείων. β. υπάλληλος που ως κύριο έργο του έχει την είσπραξη οφειλόμενων χρηματικών ποσών: Δημόσιος ~. ~ μιας εταιρείας.
[λόγ. < ελνστ. εἰσπράκτωρ, αιτ. -ορα `συλλέκτης φόρων΄ & σημδ. γαλλ. percepteur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· εισπράκτορ(ας) -ισσα, -ίνα]