Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εισιτήριο το [isitírio] Ο40 : 1α. έντυπο δελτίο το οποίο βεβαιώνει ότι ο κάτοχός του πλήρωσε ορισμένο χρηματικό ποσό και γι΄ αυτό έχει το δικαίωμα να περάσει στο χώρο δημόσιου θεάματος ή ακροάματος ή να επιβιβαστεί σε συγκοινωνιακό μέσο: ~ θεάτρου / κινηματογράφου / συναυλίας. ~ λεωφορείου / τρένου / πλοίου. Aεροπορικό / ατμοπλοϊκό ~. ~ με επιστροφή, αλέ ρετούρ. ~ πρώτης / δεύτερης θέσης. Bγάζω ~, για να παρακολουθήσω ένα θέαμα ή για να ταξιδέψω. Tιμή εισιτηρίου. Εισιτήρια εκδίδονται στο σιδηροδρομικό σταθμό. Έκδοση εισιτηρίων. Mαθητικό / φοιτητικό / μειωμένο / εργατικό ~. ~ διαρκείας, που εκδίδεται και ισχύει για απεριόριστο αριθμό χρήσεων μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα. β. ~ νοσοκομείου, έγγραφο που συνιστά και επιτρέπει την εισαγωγή και νοσηλεία ασθενούς σε νοσοκομείο. ANT εξιτήριο. 2. (μτφ.) δικαίωμα συμμετοχής σε αθλητικές ή άλλες διοργανώσεις: H Εθνική μας, μετά την τελευταία νίκη, εξασφάλισε το ~ για τη συμμετοχή της στην Ολυμπιάδα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. εισιτήριος σημδ. γερμ. Εintrittsgeld, Εintrittspreis (πρβ. σπάν. ελνστ. εἰσιτήριον `εγγυητικό ποσό για είσοδο΄)]
- εισιτήριος -α -ο [isitírios] Ε6 : που γίνεται για την εισαγωγή σπουδαστών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα· εισαγωγικός: Εισιτήριες εξετάσεις. || (παρωχ.): ~ λόγος, εναρκτήρια ομιλία καθηγητή πανεπιστημίου ή ακαδημαϊκού.
[λόγ. < αρχ. εἰσιτήριος `που αναφέρεται στην είσοδο΄, εἰσιτήρια ἱερά `θυσίες κατά την ανάληψη αξιώματος΄]