Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εισηγητής ο [isijitís] Ο7 θηλ. εισηγήτρια [isijítria] Ο27 : 1. το πρόσωπο που αναλαμβάνει και κάνει εισήγηση σχετική με ένα θέμα, για να διευκολύνει τη συζήτησή του: Ο ~ μιας πρότασης, που την παρουσιάζει απλώς ή και την υποστηρίζει. Οι εισηγητές του νομοσχεδίου, που κάνουν σχετική εισήγηση, θετική ή αρνητική. || Ο ~ της αντιπολίτευσης, που εισηγείται ως εκπρόσωπός της. || Ο ~ μιας επιτροπής / ενός συμβουλίου, που αναλαμβάνει και κάνει εισήγηση προς μια επιτροπή κτλ.: Kαι οι δύο εισηγητές της κριτικής επιτροπής πρότειναν τη βράβευσή του. Ποιος θα είναι ~ στην / για την / κατά την επόμενη συνεδρίαση; 2. αυτός που πρώτος εισάγει κτ., το κάνει γνωστό ή το καθιερώνει: Ο ~ της γλωσσικής επιστήμης στην Ελλάδα. Ο ~ ενός νέου επιστημονικού όρου / μιας νέας μεθόδου.
[λόγ. < αρχ. εἰσηγητής `που εισάγει, αίτιος΄ κατά τη σημ. του εισήγηση· λόγ. εισηγη(τής) -τρια]