Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εισήγηση η [isíjisi] Ο33 : η προφορική ή γραπτή παρουσίαση και ανάπτυξη ενός θέματος, μιας θέσης, πρότασης, άποψης κτλ., με την οποία επιδιώκεται να ενημερωθεί ένα ακροατήριο και να συζητήσει, να αποφασίσει κτλ. σχετικά: Kατατοπιστική / σύντομη / γραπτή / προφορική ~. Tο κείμενο μιας εισήγησης. Εγκρίνω / απορρίπτω μια ~. Διαφωνώ / συμφωνώ με μια ~. Θετική / αρνητική ~, με την οποία προτείνεται η έγκριση ή η απόρριψη πρότασης. Στην εισήγησή του περιέγραψε με αντικειμενικότητα όλες τις ενδεχόμενες λύσεις.
[λόγ. < αρχ. εἰσήγη(σις) -ση]