Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθνικός
4 εγγραφές [1 - 4]
εθνικός -ή -ό [eθnikós] Ε1 : I1.που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: ~ πολιτισμός. Εθνικές παραδόσεις. Εθνική κληρονομιά. Εθνικά ιδεώδη. Εθνική συνείδηση. Εθνικό φρόνημα. Εθνικά προβλήματα. Εθνικό συμφέρον. Εθνική πολιτική. ~ κίνδυνος. Εθνική ιστορία / ανεξαρτησία / επέτειος. Εθνική γλώσσα. Εθνικές λογοτεχνίες. ~ ύμνος. Εθνικά σύμβολα. || Εθνικά κράτη, που συγκροτούνται με βάση την έννοια του έθνους. || συχνά για να τονιστεί ο πανεθνικός του χαρακτήρας: Εθνική Aντίσταση. Εθνική επανάσταση. Εθνικοί αγώνες. || που προσφέρει στο έθνος, στην ύπαρξή του, στην ανάπτυξή του κτλ.: Εθνική δράση / έργο / πολιτική. || (για πρόσ.): Εθνικοί ήρωες / ηγέτες / ευεργέτες. ~ ποιητής. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος, στην εθνική κοινότητα με κοινή πολιτική έκφραση· (πρβ. κρατικός): Εθνική οικονομία / άμυνα. ~ στρατός / πλούτος. || που είναι, γίνεται σε όλη την επικράτεια (σε αντιδιαστολή συνήθ. προς τα τοπικός, επαρχιακός): Εθνικές εκλογές. ~ δρόμος. Εθνική οδός. Εθνικό επαρχιακό δίκτυο. Εθνικό ποτό / φαγητό. || Εθνική (αθλητική) ομάδα και ως ουσ. η Εθνική: Πότε παίζει η Εθνική με τη Γαλλία; (έκφρ.) φόρεσε τη φανέλα* της Εθνικής. || Εθνική συνέλευση / κυβέρνηση / νομοθεσία. Εθνική αντιπροσωπεία / βουλή. Εθνικό λαχείο και ως ουσ. το εθνικό. || σε ονομασίες οργανισμών, ιδρυμάτων κτλ.: Εθνικό Θέατρο και ως ουσ. το Εθνικό. Εθνική Bιβλιοθήκη. II1. (γραμμ.) εθνικά ονόματα και ως ουσ. τα εθνικά, οι λέξεις που δηλώνουν τον κάτοικο ενός τόπου (χώρας, πόλης κτλ.) ή αυτόν που κατάγεται από αυτό τον τόπο. 2. (ιστ. και εκκλ., ως ουσ.) ο εθνικός, ονομασία των ειδωλολατρών κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. εθνικά & (λόγ.) εθνικώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: I: ελνστ. ἐθνικός & σημδ. ιταλ. nazionale & γαλλ. national· II: ελνστ. ἐθνικός· λόγ. < ελνστ. ἐθνικῶς]

εθνικοσοσιαλισμός ο [eθnikososializmós] Ο17 : πολιτική κίνηση με εθνικιστικό χαρακτήρα, που στρέφεται εναντίον τόσο του κομμουνισμού όσο και της αστικής δημοκρατίας και επιδιώκει την εγκαθίδρυση ολοκληρωτικού μονοκομματικού καθεστώτος: Ο ~ του Xίτλερ, ναζισμός.

[λόγ. εθνικ(ός) -ο- + σοσιαλισμός μτφρδ. γερμ. Nationalsozialismus]

εθνικοσοσιαλιστής ο [eθnikososialistís] Ο7 θηλ. εθνικοσοσιαλίστρια [eθnikososialístria] Ο27 : ο οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού· ναζί· (πρβ. χιτλερικός, φασίστας): Συγκέντρωση εθνικοσοσιαλιστών.

[λόγ. εθνικοσοσιαλ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γερμ. Nationalsozialist· λόγ. εθνικοσοσιαλισ(τής) -τρια]

εθνικοσοσιαλιστικός -ή -ό [eθnikososialistikós] Ε1 : που εκφράζει την πολιτική κίνηση του εθνικοσοσιαλισμού· ναζιστικός· (πρβ. χιτλερικός, φασιστικός): Εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση / κυβέρνηση. Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα / καθεστώς. Εθνικοσοσιαλιστικές ιδέες / απόψεις.

[λόγ. εθνικοσοσιαλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες