Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εθίζω [eθízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) συνηθίζω κπ. (ή κτ.) σε κτ., τον ασκώ, ώστε να δέχεται κτ. ή και να το επιζητεί: Έχω εθίσει τον οργανισμό μου στη χρήση τοξικών ουσιών. || (παθ.) εθίζω τον εαυτό μου: Ο οργανισμός μας εθίζεται εύκολα στις τοξικές ουσίες. || (μππ.) που έχει συνηθίσει, έχει εθιστεί σε κτ.· (πρβ. συνηθισμένος, μαθημένος): Οργανισμός εθισμένος στα ναρκωτικά.
[λόγ. < αρχ. ἐθίζω]