Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκεκριμένος -η -ο [engekriménos] Ε3 μππ. του εγκρίνω : που έχει εγκριθεί από μια αρμόδια επίσημη αρχή: Σχολικά βοηθήματα εγκεκριμένα από το Yπουργείο Παιδείας. Σύμφωνα με το εγκεκριμένο από τις τεχνικές υπηρεσίες σχέδιο.
[λόγ. μππ. του ρ. εγκρίνω]