Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκαταλείπω [eŋgatalípo] -ομαι Ρ αόρ. εγκατέλειψα, απαρέμφ. εγκαταλείψει, παθ. αόρ. εγκαταλείφθηκα, απαρέμφ. εγκαταλειφθεί, μππ. εγκαταλελειμμένος* και (σπάν.) εγκαταλειμμένος : 1α.αφήνω κτ. κάπου και φεύγω, αδιαφορώντας για τη μελλοντική του τύχη: Άγνωστοι εγκατέλειψαν το κλεμμένο αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία. ΦΡ ~ κπ. / κτ. στην τύχη του, αδιαφορώ γι΄ αυτό(ν). β. απομακρύνομαι από κπ., παύω να βρίσκομαι κοντά του και να τον υποστηρίζω, να τον βοηθώ: Οι οπαδοί του είχαν αρχίσει ένας ένας να τον εγκαταλείπουν. Εγκατέλειψε την οικογένειά του / τη συζυγική στέγη. || Mε εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου, δεν έχω πλέον δυνάμεις, εξαντλήθηκα. Mε εγκατέλειψε η τύχη, έπαψε να είναι ευνοϊκή για μένα. 2α. αφήνω κτ. σε όποια κατάσταση βρίσκεται, παύω να φροντίζω γι΄ αυτό· (πρβ. παραμελώ): Δεν πρέπει να δίνουμε την εντύπωση ότι η ύπαιθρος έχει εγκαταλειφθεί. β. φεύγω, απομακρύνομαι από κάπου για να αποφύγω έναν κίνδυνο: Kαθώς τα εχθρικά στρατεύματα πλησίαζαν, οι κάτοικοι εγκατέλειπαν πανικόβλητοι την πόλη. Οι αρχές ειδοποίησαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη. Διέταξε το πλήρωμα να επιβιβαστεί στις σωσίβιες λέμβους, ο ίδιος όμως αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πλοίο. γ. αφήνω μια θέση, ένα αξίωμα κτλ. ενώ δεν επιτρέπεται: Ο στρατιώτης τιμωρήθηκε αυστηρά, γιατί εγκατέλειψε τη σκοπιά του. 3. παύω να κάνω κτ., να ασχολούμαι με κτ.: ~ μια προσπάθεια / ένα πρόγραμμα. Aπογοητευμένος από την εκλογική του αποτυχία αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά την πολιτική, να αποσυρθεί. Δύο από τους δρομείς εγκατέλειψαν (τον αγώνα) στο μέσο της διαδρομής. || παύω να χρησιμοποιώ: Zήτησε από τους αρχηγούς των κομμάτων να εγκαταλείψουν την κούφια συνθηματολογία και τις δημαγωγικές υποσχέσεις.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἐγκαταλείπω· 1β, 2, 3: σημδ. γαλλ. abandonner]