Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκέφαλος ο [engéfalos] Ο20α : I.(ανατ.) το ανώτερο και τελειότερο τμή μα του νευρικού συστήματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, το οποίο βρίσκεται μέσα στην κρανιακή κοιλότητα και αποτελεί κέντρο των κινητικών, αισθητικών και νοητικών λειτουργιών· (πρβ. μυαλό): Tα ημισφαίρια / οι αύλακες / οι έλικες / τα κύτταρα του εγκεφάλου. H φαιά / λευκή ουσία του εγκεφάλου. Tα κέντρα του εγκεφάλου. H διέγερση του αισθητήριου οργάνου μεταβιβάζεται με τα νεύρα στον εγκέφαλο και έτσι παράγεται μέσα στη συνείδησή μας ετούτο ή εκείνο το αίσθημα. || Mαλάκυνση* του εγκεφάλου. ΦΡ πλύση* εγκεφάλου. έχει κάλο* στον εγκέφαλο. II1. ο εγκέφαλος ως κέντρο των νοητικών λειτουργιών, της σκέψης του ανθρώπου· συνήθ. σε διατυπώσεις που αποδίδουν έναν αρνητικό, κάποτε και ειρωνικό χαρακτηρισμό στην ποιότητα της σκέψης κάποιου· νους, μυαλό: Ποιος νοσηρός ~ επινόησε αυτό το τερατούργημα; Hλίθιος / αρρωστημένος / παρανοϊκός ~. 2. (οικ.) ο ιθύνων νους: Ο ~ μιας επιχείρησης. || (συνήθ. ειρ.): Οι εγκέφαλοι του υπουργείου, οι ιθύνοντες. || συνηθέστερα για τον ιθύνοντα νου μιας παράνομης δραστηριότητας ή ομάδας ατόμων: Ο ~ της μεγάλης ληστείας. Ο ~ μιας συμμορίας. III. (προφ.) (ηλεκτρονικός) ~, ηλεκτρονικός μηχανισμός που παίρνει και δίνει πληροφορίες και εντολές· ηλεκτρονικός υπολογιστής, κομπιούτερ.
[λόγ.: I, II: αρχ. ἐγκέφαλος· III: σημδ. αγγλ. brain]