Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγγύτατος -η -ο [engítatos] Ε5 : που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά σε άλλον, από τοπική, χρονική ή άλλη άποψη· πλησιέστατος· (πρβ. πλησίον), κοντινότατος: Στο εγγύτατο μέλλον· (πρβ. εγγύς). ANT απώτατος.
εγγύτατα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐγγύτατος]