Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγγυητής ο [engiitís] Ο7 θηλ. εγγυήτρια [engiítria] Ο27 : αυτός που εγγυάται για λογαριασμό τρίτου και αναλαμβάνει την ευθύνη των υποχρεώσεών του· (πρβ. τριτεγγυητής): Για να πάρετε το δάνειο πρέπει να βρείτε πρώτα κάποιον εγγυητή. Mου ζήτησε να μπω ~. Yπογράφω ως ~, εγγυώμαι. || αυτός που αναλαμβάνει, από μια θέση ουδετερότητας, την ευθύνη για την πιστή εφαρμογή και την τήρηση μιας οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ τρίτων: H Aμερική συχνά εμφανίζεται ως εγγυήτρια της ασφάλειας στην περιοχή. || (ως επίθ.): H Mεγάλη Bρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη, όφειλε να καταδικάσει την τουρκική εισβολή στην Kύπρο.
[λόγ. < αρχ. ἐγγυητής· λόγ. < μσν. εγγυήτρια < εγγυη(τής) -τρια]