Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- είσπραξη η [íspraksi] Ο33 : α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εισπράττω. ANT πληρωμή: Aπόδειξη είσπραξης. Ένταλμα είσπραξης. Δημόσιο Tαμείο Εισπράξεων. β. (συνήθ. πληθ.) το σύνολο των χρημάτων που εισπράττει κάποιος· (πρβ. τζίρος): Οι εισπράξεις ενός καταστήματος / μιας επιχείρησης.
[λόγ. < αρχ. εἴσπραξις (-σις > -ση) `συλλογή φόρων΄ & σημδ. γαλλ. perception]