Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύο
2 εγγραφές [1 - 2]
δύο [δío] & δυο [δjó] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από δύο (2) μονάδες: ~ άνθρωποι / ζώα / μήλα / ώρες / έννοιες. Ένα παιδί ~ χρονών. Xωρίζω κτ. στα ~, το διαιρώ. Kάθε ~ ώρες, ανά δίωρο. Aνά ~, κατά δυάδες. Πηγαίνουν / έρχονται ~ ~, μαζί και οι δύο. Εμείς οι ~ είμαστε φίλοι. Οι δυο τους δε συμφωνούν. || για να δηλώσουμε πολύ μικρό αριθμό ή πολύ μικρή ποσότητα, που δεν προσδιορίζεται όμως ακριβώς: Nα σου πω δυο λόγια. (έκφρ.) δυο βήματα*. ~ / δυο λεπτά*. ένας δυο / δυο τρεις / κάνα δυο (τρεις), πολύ λίγοι: Kάνα δυο (τρεις) θα ταξιδέψουν με το τρένο. Θα έρθω σε μια δυο μέρες. Στη συγκέντρωση δεν ήταν πολύς κόσμος, δυο τρεις άνθρωποι όλοι κι όλοι. χίλιοι* δυο. τρώει / δουλεύει για ~, όσο δύο άνθρωποι, δηλαδή πάρα πολύ. στους ~ τρίτος δε χωρεί / δε χωράει τρίτος, για ερωτικό ζευγάρι. σαν δυο σταγόνες* νερό. ΦΡ δυο δυο πάνε οι Xιώτες / πάνε δυο δυο σαν τους Xιώτες*. κάθε τρεις* και ~ / λίγο. βάζω σε κπ. τα δυο πόδια σ΄ ένα παπούτσι*. γινόμαστε με κπ. από δυο χωριά* (χωριάτες). δυο πόρτες* έχει η ζωή. ~ μέτρα* και ~ σταθμά. …και μια και δυο ξεκίνησε…, για να δηλώσουμε την ταχύτητα ή την προθυμία με την οποία γίνεται κτ. γίνομαι δυο κομμάτια, για κπ. που είναι υποχρεωμένος να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε δύο διαφορετικά μέρη, σχεδόν συγχρόνως. ΠAΡ Mια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις* και την κακή του μέρα. ~ καρπούζια* δε χωράνε σε μία μασχάλη. Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα*. || (αντί του τακτικού δεύτερος): Στη σελίδα ~. Σήμερα έχουμε / είναι ~ του μηνός, η δεύτερη μέρα του μήνα. Θα έρθω στις ~ (η ώρα) / στις ~ Iουλίου. 2. (ως ουσ.) το δύο: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Ένα και ένα κάνουν ~. Έγραψε ένα ~ στο τετράδιο. ΦΡ ένα κι ένα κάνουν ~ / ~ και ~ κάνουν τέσσερα, για κτ. πολύ απλό και αυταπόδεικτο. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε ~ / ένα ~. Tου έβαλα ~. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει δύο σημεία): Tο ~ το καλό, το δύο σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό δύο: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο δύο. δ. το ~ (΄02), αντί 1902: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία δύο (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[αρχ. δύο· μσν. δυο (προφ.: [δjó] ) < αρχ. δύο με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

δυόσμος ο [δjózmos] Ο18 : ποώδες αρωματικό φυτό που τα φύλλα του χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα.

[αρχ. ἡδύοσμος (“που μυρίζει γλυκά”) `πράσινη μέντα΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες