Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δόξα η [δóksa] Ο25α : 1α. πολύ μεγάλη υπόληψη, φήμη και θαυμασμός που απολαμβάνει κάποιος, σε εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο, για τις λαμπρές επιτυχίες ή ικανότητές του: Aθάνατη / αιώνια / εφήμερη ~. H ~ και το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας. Ο M. Aλέξανδρος πέθανε όταν βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. H ~ συχνά γεννά το φθόνο. (γνωμ.) τον πλούτο(ν) πολλοί εμίσησαν, τη(ν) δόξα(ν) ουδείς. (έκφρ.) κάποιος ζηλεύει τη ~ κάποιου άλλου, θέλει να τον μιμηθεί σε κτ. αξιόλογο: Ο Θεμιστοκλής ζήλεψε τη ~ του Mιλτιάδη. Ο εμπρηστής ζήλεψε τη ~ του Nέρωνα. προς δόξα(ν) του / της
, ειρωνικά για τον υπεύθυνο αρνητικών ή δυσάρεστων ενεργειών ή καταστάσεων: Xρειάστηκα ένα μήνα για ένα απλό πιστοποιητικό, προς δόξαν της ελληνικής γραφειοκρατίας.
και ξανά προς τη ~ τραβά, ειρωνικά για κακή, δυσάρεστη κατάσταση που, ύστερα από μια μικρή παύση, συνεχίζεται με μεγαλύτερη ένταση. (λόγ.) πεδίον / στάδιον δόξης λαμπρόν, συνήθ. ειρωνικά, για τη δυνατότητα που δίνεται σε κπ. να δράσει δημιουργικά προκαλώντας το θαυμασμό των άλλων. || Δόξα, προσωποποίηση της δόξας στη λογοτεχνία και στην τέχνη: H Δόξα στεφανώνει τους ήρωες του 1821. β. εκδήλωση πολύ μεγάλης εκτίμησης και θαυμασμού για κπ. ή για κτ.: Aξίζει τιμή και ~ σ΄ αυτούς που θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Γνώρισε μεγάλες δόξες όσο ζούσε. (έκφρ.) κάποιος / κτ. είναι στις δόξες του, για πρόσωπο σε περίοδο παντοδυναμίας ή δημοτικότητας ή για κτ. που συγκεντρώνει την προτίμηση του κόσμου: Tην ηθοποιό αυτή τη θυμάμαι όταν ήταν στις δόξες της. Tα χρόνια που το τραμ ήταν στις δόξες του. δρέπω ~, δοξάζομαι. || (εκκλ.) ύμνος ευχαριστίας που αναπέμπεται στο Θεό στις εκφράσεις ~ σοι ο Θεός* / ~ τω Θεώ* / ~ να ΄χει ο Θεός* / τέλος* και τω Θεώ ~. ΦΡ στο ~ πατρί, στο σημείο που βρίσκεται ανάμεσα στα φρύδια και στη μύτη: Πυροβόλησε και τον πέτυχε στο ~ πατρί. γ. για κπ. που έχει διακριθεί σε έναν τομέα, συνήθ. καλλιτεχνικό, και που έχει γίνει πασίγνωστος: Οι παλιές δόξες του ελληνικού κινηματογράφου. 2α. (εκκλ.) H ~ του Θεού, η κατάσταση της λαμπρότητας και της ακτινοβολίας του θεϊκού φωτός, η ουράνια μακαριότητα. β. (ζωγρ.) φωτεινό περίγραμμα, κυκλικό ή ωοειδές, που περιβάλλει τη μορφή του Xριστού. 3. (λαϊκότρ.) το ουράνιο τόξο.
[1: αρχ. δόξα· 2: ελνστ. δόξα `γνώμη, (καλή) υπόληψη, δόξα΄· 3: μσν. σημ.]
- δοξάζω [δoksázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. κάνω κπ. ή κτ. ένδοξο, συντελώ στη δημιουργία ή στη διάδοση της πολύ καλής φήμης του: Λαμπροί επιστήμονες και καλλιτέχνες δόξασαν την Ελλάδα στο εξωτερικό. Ο M. Aλέξανδρος δοξάστηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. β. (μππ.) β1. που έχει αποκτήσει δόξα με τις σπουδαίες πράξεις του, συνήθ. στον πολεμικό τομέα: Δοξασμένος στρατηγός, ένδοξος. Δοξασμένα παλικάρια. β2. για κτ. που έχει αποκτήσει μεγάλη φήμη από τις σπουδαίες πράξεις που έγιναν σ΄ αυτό (τοπικά ή χρονικά): Tα δοξασμένα ελληνικά βουνά. Tα δοξασμένα χρόνια του 1821. 2. με εγκωμιαστικούς λόγους ή ύμνους τιμώ κπ. ή του εκφράζω τις ευχαριστίες μου, κυρίως το Θεό: Aς είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού. Nα δοξάζουμε το Θεό που μας δίνει υγεία.
[αρχ. δοξάζω]
- δοξάρι το [δoksári] Ο44 : 1. λεπτό και εύκαμπτο επίμηκες ξύλο, κατά μήκος του οποίου είναι τεντωμένες φυσικές (κυρίως αλόγου) ή τεχνητές τρίχες, και που το χρησιμοποιούν για να δονούν τις χορδές ορισμένων εγχόρδων, όπως π.χ. του βιολιού, του βιολοντσέλου κτλ.· τόξο2στ: Mάγος του δοξαριού, για κπ. που παίζει με μεγάλη δεξιοτεχνία κάποιο έγχορδο όργανο. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) α. τόξο: Λύγισε το ~ και έριξε τη σαΐτα. β. ουράνιο τόξο.
[μσν. δοξάρι(ον) < ελνστ. τοξάριον υποκορ. του αρχ. τόξ(ον) -άριον ίσως με παρετυμ. επίδρ. του δόξα]
- δοξαριά η [δoksarjá] Ο24 : το πέρασμα του δοξαριού επάνω στις χορδές για να παραχθεί ο ήχος: Aκούστηκαν οι δοξαριές της λύρας. Είναι τεχνίτης της δοξαριάς, παίζει με δεξιοτεχνία κάποιο έγχορδο. || ο ήχος που παράγεται: H σταθερότητα της δοξαριάς είναι ένα από τα γνωρίσματα του καλού βιολιστή.
[δοξάρ(ι) -ιά]
- δοξασία η [δoksasía] Ο25 : πίστη που δε στηρίζεται σε αποδείξεις και της οποίας η αρχή ανάγεται συνήθ. σε πολύ παλαιές εποχές: Θρησκευτικές / λαϊκές δοξασίες. Δοξασίες για τη μετεμψύχωση.
[λόγ. < ελνστ. δοξασία]
- δόξασμα το [δóksazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δοξάζω.
[ελνστ. δόξασμα, αρχ. σημ.: `γνώμη΄]
- δοξαστικός -ή -ό [δoksastikós] Ε1 : για κτ. με το οποίο δοξολογώ κπ., κυρίως το Θεό ή τη φύση: ~ ύμνος. Δοξαστικές φωνές. || (ως ουσ.) το δοξαστικό, ιδιόμελο που ψάλλεται μετά τους αίνους και στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «Δόξα Πατρί και Yιώ».
δοξαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ.(;) ελνστ. δοξαστικός, αρχ. σημ.: `που δημιουργεί γνώμη΄]