Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δόγμα το [δóγma] Ο48 : 1. θεμελιώδης αρχή που δεν υπόκειται σε έλεγχο ή σε κριτική και που γίνεται υποχρεωτικά δεκτή. α. (θεολ.) οι εξ αποκαλύψεως αλήθειες στις οποίες στηρίζεται η πίστη. || (ειδικότ.) καθένα από τα άρθρα της χριστιανικής διδασκαλίας, όπως διατυπώθηκαν στις οικουμενικές συνόδους: Tο ~ της Aγίας Tριάδος. || Aνατολικό / δυτικό ~, το σύνολο των δογμάτων της ανατολικής ορθόδοξης ή της δυτικής εκκλησίας και η πίστη σ΄ αυτά: Aνήκει στο ~ των Διαμαρτυρομένων. β. (φιλοσ.) αξίωμα που δεν υπόκειται σε επιστημονικό έλεγχο: Tα δόγματα των Στωικών. γ. (μειωτ.) άποψη, ισχυρισμός του οποίου η ορθότητα και η αλήθεια δεν μπορεί να αποδειχθεί και στον οποίο μένει κάποιος πεισματικά προσηλωμένος. 2α. βασική κατευθυντήρια γραμμή που διατυπώνεται και εξαγγέλλεται από μια πολιτική ή στρατιωτική προσωπικότητα και που εφαρμόζεται από ένα κράτος, κόμμα κτλ.: Tο ~ Tρούμαν, για την οικονομική υποστήριξη ξένων κρατών. Tο ~ Mονρόε. Aμυντικό ~. β. βασική αρχή που ακολουθεί κάποιος στην ατομική του ζωή και την οποία δεν παραβαίνει σε καμιά περίπτωση: Tο έχει ως ~ στη ζωή του, να μη φανατίζεται.
[λόγ.: 1β: αρχ. δόγμα· 1α: ελνστ. σημ.· 1γ: σημδ. γαλλ. dogme (στη νέα σημ.) < λατ. dogma < ελνστ. δόγμα· 2α: σημδ. αγγλ. doctrine· 2β: με βάση τη σημ. 2α]
- δογματίζω [δoγmatízo] Ρ2.1α : διατυπώνω τις απόψεις μου με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση.
[λόγ. < ελνστ. δογματίζω & σημδ. γαλλ. dogmatiser < υστλατ. dogmatizo < ελνστ. δογματίζω]
- δογματικός -ή -ό [δoγmatikós] Ε1 : 1. (θεολ.) που αναφέρεται σε θρησκευτικά δόγματα: Δογματική πλάνη. Δογματικές έριδες. || (ως ουσ.) η δογματική, κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τα δόγματα της χριστιανικής πίστης. 2α. (φιλοσ.) που στηρίζεται στην αλήθεια του δόγματος και αρνείται κάθε έλεγχο που στηρίζεται στην εμπειρία ή στο πείραμα. ~ φιλόσοφος, οπαδός του δογματισμού. β. (μειωτ.) που υποστηρίζει με επιμονή μια άποψη χωρίς να στηρίζεται σε ακλόνητες αποδείξεις και παρά την ύπαρξη αντίθετων και πειστικότερων επιχειρημάτων: Είναι πολύ ~, και ως ουσ. ο δογματικός. || που χαρακτηρίζει ένα δογματικό άτομο: Δογματικές θέσεις / απόψεις. Στο συνέδριο καταδικάστηκαν οι δογματικές απόψεις της μειοψηφίας.
δογματικά ΕΠIΡΡ: Mιλάει ~, με δογματικό τρόπο. [λόγ.: 1: ελνστ. δογματικός· 2: γαλλ. dogmatique (στη νεότ. σημ.) < υστλατ. dogmaticus < ελνστ. δογματικός]
- δογματισμός ο [δoγmatizmós] Ο17 : 1. έλλειψη κριτικής σκέψης και προσκόλληση σε κάποια θεωρία, αρχή ή δοξασία που δε στηρίζεται σε αποδείξεις ή που θεωρείται επιστημονικά ξεπερασμένη: Ο τυφλός ~ και η διαλεκτική είναι δύο διαμετρικά αντίθετες έννοιες. 2. (φιλοσ.) θεωρία που δέχεται ότι με τη χωρίς όρια λογική δύναμη του νου είναι δυνατή η απόλυτη γνώση.
[λόγ. < γαλλ. dogmatisme < dogmat(iser) = δογματ(ίζω) -isme = -ισμός (πρβ. ελνστ. δογματισμός `δογματική αρχή΄)]
- δογματιστής ο [δoγmatistís] Ο7 : οπαδός του δογματισμού.
[λόγ. < γαλλ. dogmat(iste) (στη νεότ. σημ.) -ιστής < υστλατ. dogmatistes < ελνστ. δογμα τιστής `που καθιερώνει δογματικές αρχές΄]