Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωροδοκία
1 εγγραφή
δωροδοκία η [δoroδokía] Ο25 : η ενέργεια του δωροδοκώ, η προσφορά υλικών ωφελημάτων σε κπ., με σκοπό την εξαγορά της συνείδησής του. ANT δωροληψία: H ~ δημόσιου λειτουργού τιμωρείται αυστηρά. Mε δωροδοκίες κατάφερε να καταστρατηγήσει το νόμο.

[λόγ. < ελνστ. δωροδοκία, αρχ. σημ.: `λήψη δώρων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες