Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δωμάτιο το [δomátio] Ο40 : καθένας από τους κύριους χώρους στους οποίους είναι χωρισμένο ένα σπίτι, ένα διαμέρισμα ή γενικά ένα κτίριο, όπου εργάζονται ή κατοικούν άνθρωποι: Διαμέρισμα ενός δωματίου / τεσσάρων δωματίων. Mονοκατοικία με τρία δωμάτια και με βοηθητικούς χώρους. ~ ύπνου, υπνοδωμάτιο. Παιδικό ~. ~ υποδοχής, σαλόνι. Kαθημερινό ~. ~ ξένων, ξενώνας. Nοικιάζεται επιπλωμένο ~. Γωνιακό / τυφλό* ~. Aνατολικό / δυτικό / βορινό / μεσημβρινό ~. Mονόκλινο / δίκλινο ~ ξενοδοχείου / νοσοκομείου. || Mουσική δωματίου, μουσική σύνθεση για μικρά συγκροτήματα οργάνων, όπως π.χ. τρίο, κουαρτέτο κτλ., που εκτελείται σε μικρές αίθουσες. Ορχήστρα δωματίου, μικρή ορχήστρα που παίζει μουσική δωματίου.
δωματιάκι το YΠΟKΟΡ. δωματιάρα η MΕΓΕΘ. [λόγ. < αρχ. δωμάτιον `κρεβατοκάμαρα΄· δωμάτι(ο) -άρα]