Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσπεψία
1 εγγραφή
δυσπεψία η [δispepsía] Ο25 : διαταραχή της πέψης που εκδηλώνεται με διάφορα στομαχικά ενοχλήματα.

[λόγ. < ελνστ. δυσπεψία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες