Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
125 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσ- [δis] & [δiz], πριν από [v, γ, δ, m, n] & δύσ- [δís] ή [δíz], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα κυρίως σε επίθετα, συχνά λόγια ή επιστημονικά και τα παράγωγά τους· (πρβ. δυσκολο-). 1. (κυρίως με ρηματικό επίθετο σε -τος) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δύσκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη. ANT ευ-: δυσδιάγνωστος, δυσεπίλυτος, δύσκαμπτος, δυσκίνητος, δυσπρόφερτος, δύσχρηστος· δυσκαμψία, δυσκινησία. || δύσπιστος· δυσπιστία· δυσπιστώ· (φυσ.) δυσηλεκτραγωγός, δυσθερμαγωγός, κακός αγωγός ηλεκτρισμού, θερμότητας. 2α. προσδίδει στην ουδέτερη σημασία της πρωτότυπης λέξης την ιδιότητα του κακός, άσχημος, δυσάρεστος. ANT ευ-: δύσθυμος, δύσμορφος, δύσοσμος, δύστυχος, δύστροπος· δυσθυμία, δυσοσμία, δυστυχία· δυστροπώ, δυστυχώ. β. (ιατρ.) για διαταραχή, ανωμαλία ή απόκλιση από το κανονικό όσον αφορά τη μορφή ή τη λειτουργία αυτού που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (συνήθ. με το επίθημα -ία 1): δυσεντερία, δυσκαταποσία, δυσλεξία, δυσπλασία, δύσπνοια. 3. λειτουργεί ως στερητικό αίροντας τη θετική σημασία της πρωτότυπης λέξης: δυσανάλογος, δυσαρμονικός. ANT ανάλογος, αρμονικός· δυσαναλογία, δυσαρμονία.
[λόγ. < αρχ. δυσ- ως α' συνθ.: αρχ. δυσ-κίνητος, δυσ-εντερία & διεθ. dys- < αρχ. δυσ-: δυσ-μηνόρροια, δυσ-λεξία < γαλλ. dysménorrhée, dyslexie]
- δυσάγωγος -η -ο [δisáγoγos] Ε5 : (λόγ.) που δύσκολα μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί. ANT ευάγωγος.
[λόγ. < ελνστ. δυσάγωγος]
- δυσαισθησία η [δisesθisía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή του νευρικού συστήματος, εξαιτίας της οποίας τα διάφορα ερεθίσματα προκαλούν τα αντίστοιχα αισθήματα σε μικρότερη ή σε μεγαλύτερη από το κανονικό ένταση.
[λόγ. < νλατ. dysesthesia (στη νέα σημ.) < ελνστ. δυσαισθησία `αναισθησία΄]
- δυσανάβατος -η -ο [δisanávatos] Ε5 : (λόγ.) που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον ανεβεί: Όρος δυσανάβατο.
[λόγ. < ελνστ. δυσανάβατος]
- δυσανάγνωστος -η -ο [δisanáγnostos] Ε5 : για γράμμα, για αριθμό ή για σύνολο γραμμάτων ή αριθμών που είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαβάζονται δύσκολα. ANT ευανάγνωστος: Yπογραφή δυσανάγνωστη.
δυσανάγνωστα ΕΠIΡΡ: Γράφει πολύ ~. [λόγ. < ελνστ. δυσανάγνωστος `δυσνόητος΄ (για σύγγραμμα) σημδ. γαλλ. illisible]
- δυσαναλογία η [δisanalojía] Ο25 : έλλειψη αναλογίας ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πράγματα, πρόσωπα ή καταστάσεις: Στους νάνους παρατηρείται μεγάλη ~ ανάμεσα στον κορμό και στα άκρα. H ~ των γεννήσεων προς τους θανάτους δημιουργεί δημογραφικό πρόβλημα.
[λόγ. δυσανάλογ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. disproportion]
- δυσανάλογος -η -ο [δisanáloγos] Ε5 : που δε βρίσκεται σε αναλογία με κτ. άλλο, που είναι μεγαλύτερος, περισσότερος ή μικρότερος, λιγότερος από όσο πρέπει. ANT ανάλογος: H βιαιότητα της αντίδρασής του ήταν δυσανάλογη προς / με την αιτία που την προκάλεσε, μεγαλύτερη. Tα κέρδη του είναι δυσανάλογα προς τους κόπους του, μικρότερα.
δυσανάλογα ΕΠIΡΡ: Έχει ~ μεγάλα άκρα σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα. [λόγ. δυσ- ανάλογος μτφρδ. γαλλ. disproportionné]
- δυσαναπλήρωτος -η -ο [δisanaplírotos] Ε5 : που δύσκολα αναπληρώνεται, κυρίως για απουσία πολύ αξιόλογου ή αγαπητού προσώπου: Δυσαναπλήρωτη απώλεια. Ο θάνατός του άφησε δυσαναπλήρωτο κενό.
[λόγ. δυσ- αναπληρω- (δες αναπληρώνω) -τος]
- δυσανασχέτηση η [δisanasxétisi] Ο33 : δυσαρέσκεια που εκφράζει κάποιος για κτ. ανεπιθύμητο ή ενοχλητικό.
[λόγ. δυσανασχετη- (δυσανασχετώ) -σις > -ση]
- δυσανασχετώ [δisanasxetó] Ρ10.9α : δηλώνω, όχι όμως έντονα, τη δυσαρέσκειά μου για την ενόχληση που μου προκαλεί κτ.: Ο κόσμος δυσανασχετεί καθημερινά με τις καθυστερήσεις των λεωφορείων. Tην πρώτη μέρα δυσανασχέτησε, ύστερα όμως κατάλαβε ότι ήταν σωστή η απόφασή μου. Στην αρχή αντιμετώπισε με υπομονή την αρρώστια του, τώρα όμως άρχισε να δυσανασχετεί.
[λόγ. < αρχ. δυσανασχετῶ]