Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυνητικός -ή -ό [δinitikós] Ε1 : 1. για κτ. που έχει όλα τα στοιχεία ή τις ιδιότητες που του επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να πραγματοποιηθεί· που υπάρχει δυνάμει: H (τάδε) διάταξη του τάδε νόμου είναι δυνητική. 2. (γραμμ.) που εκφράζει την έννοια αυτού που μπορεί ή που μπορούσε να γίνει: Δυνητική οριστική, που σχηματίζεται με το μόριο “θα” και οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου. || (στην αρχαία ελληνική γραμμ.): Δυνητική ευκτική. Tο “αν” είναι δυνητικό μόριο.
[λόγ. < ελνστ. δυνητικός]