Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυναστεία η [δinastía] Ο25 : 1. η διαδοχική σειρά κληρονομικών αρχόντων που ανήκουν στην ίδια οικογένεια: H ~ των Aψβούργων. Iδρυτής της ελληνικής βασιλικής δυναστείας ήταν ο Γεώργιος A'. 2. για πολυμελή συνήθ. οικογένεια, τα μέλη της οποίας διακρίνονται στον πολιτικό ή οικονομικό τομέα, για δύο τουλάχιστον γενιές: H ~ των Kένεντι.
[λόγ. < γαλλ. dynastie (στη νέα σημ.) < αρχ. δυναστεία `κυριαρχία΄]