Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναμώνω
1 εγγραφή
δυναμώνω [δinamóno] Ρ1α μππ. δυναμωμένος : 1. ANT αδυνατίζω. α. κάνω κπ. πιο δυνατό, του ενισχύω τις σωματικές δυνάμεις: H άσκηση δυναμώνει το σώμα / τους μυς. || γίνομαι πιο δυνατός, αποκτώ περισσότερες σωματικές δυνάμεις: Tρώει καλά για να δυναμώσει. Γύρισε από τον παραθερισμό δυναμωμένος. || Δυνάμωσαν τα μαλλιά του, έγιναν πιο πυκνά. β. για κτ. που συντελεί στην καλύτερη ανάπτυξη ενός φυτικού οργανισμού: Tα λιπάσματα δυναμώνουν τις ρίζες. || για κτ. που αναπτύσσεται καλύτερα και ταχύτερα: Δυνάμωσαν οι ρίζες / τα κλαδιά. 2. δίνω σε κτ. μεγαλύτερη ένταση. ANT χαμηλώνω: ~ το ραδιόφωνο / τη φωνή μου, την ένταση του ήχου. ~ τη φωτιά. || για κτ. που αποκτά μεγαλύτερη ένταση. ANT μειώνομαι: Δυνάμωσε ο θόρυβος / ο αέρας / η βροχή. Δυνάμωσε το φως. ANT χαμήλωσε. 3. βελτιώνω την απόδοση κάποιου, κυρίως μαθητή, τον κάνω πιο δυνατό: Πρέπει να δυναμώσουμε το παιδί στην έκθεση. || βελτιώνεται η απόδοσή μου, γίνομαι πιο δυνατός: Kάνει φροντιστήριο για να δυναμώσει στα ελληνικά.

[μσν. δυναμώνω < ελνστ. δυναμ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες